Όταν οι λέξεις δεν μπορούν πια να κρύψουν το αδιέξοδο

Του Γιώργου Παπασίμου, δικηγόρου στον Άρειο Πάγο, μέλους του ΔΣ του ΠΡΑΤΤΩ

Σε περιόδους κρίσης, όπως είναι αυτή που διανύουμε, με κύρια χαρακτηριστικά την κόπωση, τη δυσαρέσκεια, την παραίτηση αλλά και τη βαθιά την πεποίθηση πως ασκείται μια μονόπλευρη και ταξική πολιτική που αδικεί και περιθωριοποιεί ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, η Αριστερά οφείλει να αναγεννά την ελπίδα.

Υιοθετώντας μια ρεαλιστική πολιτική, αυτή που την κρατούσε για δεκαετίες στο περιθώριο της πολιτικής ζωής αλλά και τη γιγάντωσε εκλογικά, είναι υποχρεωμένη να ανασυνταχθεί και να αναζητήσει τις διεξόδους που θα βγάζουν τους Έλληνες πολίτες από τη δίνη των μνημονίων και τη χώρα από το τέλμα της διαφθοράς και της διαπλοκής.

Η λαίλαπα του φιλελευθερισμού δεν έχει αφήσει αλώβητο ούτε τον κοινωνικό ιστό ούτε το όποιο κοινωνικό κράτος είχε εδραιωθεί, κυρίως από τη δεκαετία του ΄80, αλλά και η διακυβέρνηση του τελευταίου χρόνου έχει διογκώσει την απαισιοδοξία και την έλλειψη πίστης πως το πολιτικό προσωπικό μπορεί να αλλάξει την κατεύθυνση αυτού του διαλυτικού κυκεώνα που φτωχοποιεί, «ξεχαρβαλώνει» την κοινωνία και σαρώνει και τα τελευταία εργασιακά δικαιώματα.

Η ελληνική κοινωνία συνθλίβεται, επτά χρόνια τώρα, από τη λαίλαπα των μνημονίων, που «αντιστέκονται» παρά τις όποιες προθέσεις, μιας και η άσκηση ουσιαστικής πολιτικής που άπτεται των δομικών μεταρρυθμίσεων κινείται πολύ πέρα από απλές διακηρύξεις και σχισίματα ευρωπαϊκών «οδικών» χαρτών.

Το κλίμα για την κυβέρνηση παραμένει και βαρύ και δύσκολο, καθώς εντός των προσεχών τριών μηνών καλείται να κινηθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες του ασφαλιστικού, που αποτελεί μέγα σύνθημα για ολόκληρη την Αριστερά, του χρέους, των κόκκινων δανείων, των αγροτών, των capital controls, της ανεργίας και του προσφυγικού, απέναντι σε μια κοινωνία που θέλει να επιβιώσει και αναζητά την προοπτική, που φοβάται και αναμένει.

Πώς αλήθεια θα αντιδράσει το κυβερνητικό στελεχικό δυναμικό που ανήκει στην Αριστερά, όταν θα βρεθεί αντιμέτωπο με κοινωνικές ομάδες που αντιδρούν –και δίκαια– απέναντι σε μέτρα που τις εξαθλιώνουν ακόμη περισσότερο; Πώς θα μπορέσει να δικαιολογήσει την επιστροφή στη φαιδρή πραγματικότητα της άγριας λιτότητας, μετά από μια περίοδο αντίστασης και προβολής ενός προγράμματος που πάγωσε εκ των πραγμάτων;

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται πως απαιτείται κοινωνική συναίνεση, αλλά και να κρατήσει τα ηνία της διαπραγμάτευσης για το ασφαλιστικό, ώστε να μην υπάρξουν υποχωρήσεις από την κόκκινη γραμμή –πού έχει παραβιαστεί επανειλημμένως– της μείωσης κύριων και επικουρικών συντάξεων, μετά και τη συμφωνία με τις εργοδοτικές οργανώσεις για την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών.

Δεν έχει όμως ακόμη καταφέρει να πείσει, πως έχει συντάξει ένα σχέδιο με όραμα, και η αγωνία του επιχειρείται να «καλλωπιστεί» μέσω δηλώσεων που μιλούν για την αναγκαιότητα συγκρότησης μίας κοινωνικής συμμαχίας στην προοπτική της μεταμνημονιακής Ελλάδας.

Η αναφορά στη μεταμνημονική εποχή έχει στόχο να βγάλει τη θηλιά από τον λαιμό της κυβέρνησης, που έως τώρα τυραννιέται από τις υποχρεώσεις του νέου μνημονίου και κατηγορείται ότι οπισθοχώρησε από όλες τις γραμμές που είχε χαράξει προεκλογικά και να ορίσει τις προϋποθέσεις μιας συμμαχίας, που θα αποσκοπεί στη διαμόρφωση των νέων όρων επιβίωσης και ευημερίας του ελληνικού λαού, δίνοντας προοπτική στην κοινωνία και τη χώρα.

Είναι προφανής η αγωνία για το απολεσθέν κράτος πρόνοιας άρα και την προστασία των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, σήμα κατατεθέν της Αριστεράς, και τις συνέπειες από την εφαρμογή και των τελευταίων μνημονιακών επιταγών, που συσπειρώνουν την αντιπολίτευση και επιφέρουν εσωτερικές πλαγιοκοπήσεις στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η ανάγκη «ανασυσπείρωσης» της Αριστεράς απαιτεί μια «νέα» πολιτική ορολογία, ακόμη κι αν μοιάζει αδύνατη αυτή την περίοδο, η δυνατότητα εκπόνησης ενός άλλου σχεδίου κυβερνησιμότητας που θα ορίζει τις δομικές μεταρρυθμίσεις, που θα διατυπώνει μια νέα πολιτική πρόταση, Αριστερή και ρεαλιστική.

Ψήγματα των όσων συντελούνται, συζητούνται ή τυχαίνουν ανάλυσης και επεξεργασίας εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου, αποτελούν οι αναφορές υπουργού –σε συνέδριο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στο Βερολίνο–, στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού που δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό θέμα, αλλά αφορά στο σύνολο της Ευρώπης, καθώς η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους είναι αυτή τη στιγμή το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα: «Η οικονομική κρίση αμφισβητεί την κοινωνική πολιτική σε όλη την Ευρώπη στο πλαίσιο των τελευταίων νεοφιλελεύθερων δεκαετιών».

Στο πλαίσιο της προσπάθειας να τεθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο το αίτημα της Αριστεράς για επαναφορά του μοντέλου του κράτους πρόνοιας, άρχισαν να διατυπώνονται και τα επιμέρους ζητήματα, όπως αυτό της πρόβλεψης για μια εθνική σύνταξη, με χαρακτήρα κυρίως αναδιανομής, πρόταση που κατά τον υπουργό έχει γίνει ήδη αποδεκτή από την τρόικα.

Η κυβέρνηση όμως και η Αριστερά δεν αρκεί να επαναφέρουν στο προσκήνιο σημεία και όρους μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, αλλά να διαμορφώσουν τις συνθήκες για την υλοποίηση της προγραμματικής και ουσιαστικής δέσμευσής τους για μια κοινωνία αξιοκρατική, δίκαιη, αναδιανεμητική, με πραγματικούς όρους που βελτιώνουν το επίπεδο ζωής. Γιατί τι νόημα έχει η καθιέρωση μιας εθνικής σύνταξης, αν αυτή έχει οριστεί με όρους λιτότητας και δόσεις φιλελευθερισμού;

Οι λέξεις δεν μπορούν πια να κρύψουν το αδιέξοδο μιας πολιτικής που υιοθετεί τη λογική του φιλελευθερισμού και έχει αποτύχει, βυθίζοντας ολόκληρες χώρες στη δίνη της φτώχειας και της υπανάπτυξης. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι μεγάλα και δύσκολα και δεν λύνονται με νέες διακηρύξεις.

Κοινοποίηση Άρθρου σε Share on FacebookTweet about this on Twitter

No Replies to "Όταν οι λέξεις δεν μπορούν πια να κρύψουν το αδιέξοδο "

    Leave a reply

    Your email address will not be published.