Η οδυνηρή κάθοδος του ελληνισμού

Λιγότερο από τέσσερα χρόνια μας χωρίζουν από μια σπουδαία επέτειο της σύγχρονης ιστορίας του ελληνισμού: τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την έναρξη του μεγάλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, του 1821.Του Γεωργίου Παπασίμου, Δικηγόρου, Μέλους της «Πρωτοβουλίας 14ης Μάη»

Κι ενώ θα περίμενε κάποιος, σε αυτή τη συμβολική επέτειο, ο ελληνισμός να εμφανίζει στοιχεία ανάτασης και αισιοδοξίας για το παρόν και το μέλλον του, η πραγματικότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη.

 

Η Ελλάδα διανύει μία από τις χειρότερες συγκυρίες της σύγχρονης ιστορίας της, καθώς η «γάγγραινα» έχει εισχωρήσει βαθιά σε όλα τα μέλη του οργανισμού της. Τίποτα δεν μπορεί να αποκρύψει αυτή τη «σήψη», που εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, όπως, για παράδειγμα, με τη «θεατρικού τύπου» πόλωση του ελλιπούς πολιτικού προσωπικού που παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες.

 

Είναι μια χώρα που υφίσταται τη σκληρή μνημονιακή κηδεμονία, πίσω από την οποία κρύβονται οι στρατηγικοί στόχοι των δανειστών για βίαιη εσωτερική υποτίμηση, έτσι ώστε να μπορούν να εκποιηθούν πάμφθηνα οι φυσικοί πόροι και η δημόσια περιουσία. Αυτή η στρατηγική «αποικιοποίησης» βρίσκεται σήμερα σε πλήρη υλοποίηση, με «πρόθυμους εκτελεστές» το «ημιθανές» πολιτικό προσωπικό και την «κλεπτοκρατική» οικονομική ολιγαρχία. Η «αιμορραγία» είναι συνεχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «εξοστρακισμός» της νέας γενιάς των επιστημόνων, η οποία, αντί να ενεργοποιηθεί ως «ατμομηχανή» για την ανάπτυξη της χώρας, χρησιμοποιείται ως έτοιμο εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό στις καπιταλιστικές οικονομίες της Δύσης.

 

Η βαθειά κρίση αποτυπώνεται σε όλα τα επίπεδα και το οικονομικό πρόβλημα, πλέον, έχει μετατραπεί σε πρόβλημα επιβίωσης του ελληνικού λαού. Παράλληλα, θέτει πολλαπλά ερωτήματα, που αγγίζουν το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, φιλοσοφικό και ψυχολογικό επίπεδο ως προς την επιβίωση του ελληνισμού.

 

Η απάθεια μεγάλης μερίδας Ελλήνων, ως ιδιότυπη έκφραση διαμαρτυρίας, αποτυπώνεται στη μαζική αποχή από τα πολιτικά τεκταινόμενα και στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Η εξέλιξη αυτή, όμως, είναι καταστροφική. Τόσο βραχυπρόθεσμα, γιατί αποτελεί «ασπίδα προστασίας» στο σημερινό «σάπιο» πολιτικό εποικοδόμημα, όσο και μακροπρόθεσμα, αφού δεν παρεμβάλλεται κανείς και τίποτα για την ανακοπή της πορείας της χώρας προς τον «γκρεμό».

 

Οι σκληρές αυτές διαπιστώσεις είναι προφανές ότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα αισιόδοξα επικοινωνιακά «φληναφήματα» της σημερινής πολιτικής εξουσίας. Πλην όμως, δυστυχώς, επιβεβαιώνονται τόσο από τα βιώματα της πλειονότητας των πολιτών και την αίσθησή τους ότι η χώρα βρίσκεται σε έντονη κατηφορική πορεία, όσο και από όλα τα αντικειμενικά στοιχεία. Χαρακτηριστικές είναι οι δύο πρόσφατες εκθέσεις του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την ανταγωνιστικότητα («Global Competitiveness Report») και του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την απασχόληση, τις επενδύσεις και τους μισθούς.

 

Οι διαπιστώσεις τους σοκάρουν:

 

Η Ελλάδα βρίσκεται στην 87η θέση της παγκόσμιας κατάστασης ανταγωνιστικότητας, πίσω από χώρες όπως η Αλγερία, η Σρι Λάνκα, αλλά και βαλκανικές, γειτονικές μας χώρες, όπως η Αλβανία και η Βουλγαρία. Στους δώδεκα πυλώνες, που εξετάζονται στην έκθεση αυτή, καταλαμβάνουμε την 87η θέση στους θεσμούς, την 117η θέση στο μακροοικονομικό περιβάλλον, την 93η θέση στην αποδοτικότητα της αγοράς προϊόντων, την 110η θέση στην αποδοτικότητα της αγοράς εργασίας, την 133η θέση στην ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών αγορών και την 75η θέση στην καινοτομία.

 

Οι βασικοί δε παράγοντες που συμβάλλουν στα παραπάνω είναι οι φορολογικοί συντελεστές, η αναποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία, το φορολογικό πλαίσιο, η ασταθής πολιτική που εφαρμόζεται, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, η διαφθορά και η αδυναμία παραγωγής καινοτομίας.

 

Αλλά και οι διαπιστώσεις που εξάγονται από την έκθεση της ΓΣΕΕ δεν προσφέρουν την παραμικρή αισιοδοξία. Οι επενδύσεις βρίσκονται 63% χαμηλότερα από αυτές του πρώτου τριμήνου του 2008, ενώ με βάση τον μέσο ρυθμό αύξησης του 2016, ο όγκος των επενδύσεων θα φτάσει στο επίπεδο του α’ τριμήνου του 2008, το έτος 2033!

 

Ο βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός στο 52%, το δε ποσοστό της πραγματικής ανεργίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2017, κυμαίνεται στο 28,7%. (30,8% το αντίστοιχο τρίμηνο το 2016).

 

Σύμφωνα, τέλος, με τη δήλωση του Προέδρου του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ: «Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις που μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα για σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη».

 

Μοναδική ελπίδα αποτελεί η συνειδητοποίηση από όλους μας ότι εάν εμείς δεν αντιδράσουμε δυναμικά απέναντι σε αυτή την πορεία παρακμής, αυτή θα συνεχιστεί   ακάθεκτη. Αυτό μπορεί να αποτελέσει και το πρώτο σημαντικό εφαλτήριο για τη δημιουργία αναχώματος και την απαραίτητη προϋπόθεση της δημιουργίας ενός νέου πολιτικού Υποκειμένου Ανατροπής.

Κοινοποίηση Άρθρου σε Share on FacebookTweet about this on Twitter

No Replies to "Η οδυνηρή κάθοδος του ελληνισμού "

    Leave a reply

    Your email address will not be published.